- φιλακριβοῦντες
- φιλακριβέωto be very precisepres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλακριβώ — έω, Α 1. αγαπώ την ακρίβεια, είμαι πολύ ακριβής 2. (κατά τον Ησύχ.) «φιλακριβοῡντες μετ ἀκριβείας διαχωρίζοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. πιθ. < φιλ(ο) * + ἀκριβής, κατά τα συνηρ. σε έω, ῶ] … Dictionary of Greek